- ὁλόκνημοι
- ὁλόκνημοςwith the whole shinmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολόκνημος — ὁλόκνημος, ον (Α) 1. αυτός που καταλαμβάνει όλη την κνήμη («σκελίδες ὁλόκνημοι», Φερεκρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁλόκνημοι ὁλομελεῑς». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + κνήμη (πρβλ. μονό κνημος)] … Dictionary of Greek